21 Μάι Διεθνής Ημέρα Τσαγιού: Το τσάι και η ιστορία του
Ο εορτασμός προωθεί τη βιώσιμη παραγωγή, κατανάλωση και το εμπόριο τσαγιού. Προσφέρει επίσης την ευκαιρία να διασφαλιστεί ότι ο τομέας του τσαγιού θα συνεχίσει να παίζει ρόλο στη μείωση της ακραίας φτώχειας, στην καταπολέμηση της πείνας και στη διαφύλαξη των φυσικών πόρων.
Το τσάι είναι αφέψημα που παρασκευάζεται με την εμβάπτιση νεαρών φύλλων και φυλλοφόρων οφθαλμών του τεϊόδενδρου (camellia sinensis) σε φρεσκοβρασμένο νερό.
Το τσάι καταναλώνεται ως ζεστό ή κρύο ρόφημα από τον μισό πληθυσμό της Γης και είναι το σημαντικότερο από όλα τα ποτά που παρασκευάζονται από φύλλα φυτών. Έρχεται, ωστόσο, δεύτερο μετά τον καφέ ως προς την οικονομική του σημασία, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι μεγάλο ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής τσαγιού καταναλώνεται στις χώρες παραγωγής.
Η μεγαλύτερη παραγωγός τσαγιού στον κόσμο είναι η Κίνα με 2,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως και ακολουθούν η Ινδία με 1,3 εκατ. τόνους και η Κένυα με 440.000 τόνους (στοιχεία FAO, 2017).
Ποια είναι η ιστορία του τσαγιού
Σύμφωνα με τον επικρατέστερο θρύλο, το τσάι ανακαλύφθηκε τυχαία από τον κινέζο αυτοκράτορα Σεν Νουνγκ, το 2737 π.Χ.
Μία καλοκαιρινή ημέρα αποφάσισε να επισκεφθεί μια μακρινή γωνιά της αυτοκρατορίας του. Κάποια στιγμή διέταξε την ακολουθία του να σταματήσει, και οι υπηρέτες ξεκίνησαν να βράζουν νερό για να πιουν οι διψασμένοι ταξιδιώτες. Ο αυτοκράτορας πίστευε ότι το νερό έπρεπε να βράζεται πριν από την πόση, για λόγους υγιεινής.
Την ώρα, όμως, που έβραζε το νερό, ένα ρεύμα αέρα παρέσυρε φύλλα από κάποιο γειτονικό θάμνο και αυτά κατέληξαν στο ξεσκέπαστο τσουκάλι. Πριν προλάβει κανείς να αντιδράσει, τα φύλλα άρχισαν να βράζουν και να χρωματίζουν το νερό. Ο Σεν Νουνγκ μύρισε το γλυκό άρωμα του «μείγματος», και τη στιγμή που το δοκίμασε ανακάλυψε τις αναζωογονητικές του ιδιότητες.
Για χιλιετίες το τσάι χρησιμοποιούνταν περισσότερο ως φάρμακο. Καθημερινό ρόφημα έγινε γύρω στον 3ο αιώνα μ.Χ. οπότε άρχισε η καλλιέργεια και η παραγωγή του.
Στην Ευρώπη έφτασε το 1610, από τους Πορτογάλους, που το μετέφεραν για λογαριασμό των Ολλανδών. Λίγο αργότερα, οι Ολλανδοί ξεκίνησαν με δικά τους μέσα τη μαζική εισαγωγή τσαγιού, δημιουργώντας μια νέα μόδα, με φανατικούς, αλλά λίγους οπαδούς. Και αυτό, διότι τα πρώτα χρόνια το τσάι ήταν πανάκριβο. Μόλις το 1675 η τιμή του έπεσε σε λογικά πλαίσια, κι έτσι από την Ολλανδία πέρασε στη Γαλλία και από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι Βρετανοί, που σήμερα αποτελούν τους πιο φανατικούς οπαδούς του ροφήματος, ήταν ίσως οι τελευταίοι που το γνώρισαν. Το δοκίμασαν μόλις το 1839, όταν το πρώτο φορτίου τσαγιού έφτασε στο Λονδίνο από τις αγγλικές αποικίες στην Ινδία.
Συσκευασία
Μέχρι το 1826, το τσάι πουλιόταν πάντα χύμα. Ήταν μια πρόσκληση σε αδίστακτους καταστηματάρχες για την αραίωση του τσαγιού με πρόσθετες ουσίες. Το 1826 ο John Horniman ανέπτυξε προ-σφραγισμένο μέσα σε μολύβδινο-επένδυση πακέτα τσάι, το οποίο δεν έγινε αμέσως ευπρόσδεκτο από τους παντοπώλες. Προτίμησαν να ενισχύουν τα κέρδη τους στο πατροπαράδοτο τρόπο. Ο Horniman προσπάθησε στη συνέχεια μια διαφορετική διείσδυση στην αγορά. Πρόσθεσε ιατρικά μηνύματα στη συσκευασία και πούλησε το τσάι του στους φαρμακοποιούς. Αυτοί και οι πελάτες τους ήταν πολύ πιο δεκτικοί στην προσέγγισή του.
Τα φακελάκια τσαγιού λέγεται ότι δημιουργήθηκαν τυχαία. Ένας εισαγωγέας τσαγιού από τη Νέα Υόρκη που ονομαζόταν Thomas Sullivan έστειλε δείγματα τσαγιού στους πελάτες του μέσα σε μικρές μεταξένιες σακούλες. Στους πελάτες άρεσε σαφώς αυτή η ευκολία και σύντομα ζητούσαν όλο το τσάι τους είναι τοποθετημένο σε φακελάκια.
Μετά από 5.000 χρόνια, η κατανάλωση τσαγιού και η παραγωγή συνεχίζει να αυξάνεται. Παγκοσμίως (κατά προσέγγιση) συλλέγονται, τρία εκατομμύρια τόνοι τσαγιού κάθε έτος.
Πηγή: © SanSimera.gr
και onmed.gr
Sorry, the comment form is closed at this time.